Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrotondità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rotondiˈta] 1 στρογγυλές καμπύλες γυναίκας 2 στρογγυλότητα 3 στρογγυλάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |