Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrottamàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rottaˈmadʤo] 1 διαχωρισμός των σκάρτων 2 απόρριψη 3 ξεσκαρτάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |