Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rovàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roˈvajo]

βόρειος άνεμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  routine rovello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

roulette (θηλ.ουσ)
roulotte (θηλ.ουσ)
roulottista (ουσ αρσ και θηλ.)
round (ουσ αρσ )
routine (θηλ.ουσ)
rovaio (ουσ αρσ )
rovello (ουσ αρσ )
rovente (επίθ.)
rovere (ουσ αρσ )
rovereto (ουσ αρσ )
rovescia (θηλ.ουσ)
rovesciabile (επίθ.)
rovesciamento (ουσ αρσ )
rovesciare (ρ. μτβ.)
rovesciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rovesciata (θηλ.ουσ)
rovesciato (αρσ. επίθ και ουσ)
rovescio (ουσ αρσ )
rovescio (επίθ.)
rovescione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---