Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrovèscio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [roˈvɛʃʃo] 1 (di medaglia) η όψη 2 (maglia) η ανάποδη 3 tennis το ανάποδο χτύπημα rovèscio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [roˈvɛʃʃo] 1 ανάποδος 2 αντίστροφος 3 ύπτιος 4 πεσμένος ανάσκελα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |