Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rovescióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roveʃˈʃone]

1 ανάποδη σφαλιάρα
2 ανάποδο χτύπημα
3 νεροποντή
4 ραγδαία βροχή

rovescióne  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [roveʃˈʃone]

1 ανάσκελα
2 υπτίως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rovescio rovescioni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rovesciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rovesciata (θηλ.ουσ)
rovesciato (αρσ. επίθ και ουσ)
rovescio (ουσ αρσ )
rovescio (επίθ.)
rovescione (ουσ αρσ )
rovescione (επίρ.)
rovescioni (επίρ.)
roveto (ουσ αρσ )
rovina (θηλ.ουσ)
rovinare (ρ. μτβ.)
rovinarsi (ρ.μ. (αντων.))
rovinato (επίθ.)
roving (ουσ αρσ )
rovinio (ουσ αρσ )
rovinosamente (επίρ.)
rovinoso (επίθ.)
rovistare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rovistio (ουσ αρσ )
rovo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---