Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrovistìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rovisˈtio] 1 αναζήτηση 2 σκάλισμα 3 ψαχούλεμα 4 ψάξιμο 5 αναδίφηση 6 έρευνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |