Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rovistàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rovisˈtare]

1 ερευνώ εξονυχιστικά
2 αναδιφώ
3 εξετάζω επισταμένως
4 ψάχνω επισταμένως
5 ανασκαλεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rovinoso rovistio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rovinato (επίθ.)
roving (ουσ αρσ )
rovinio (ουσ αρσ )
rovinosamente (επίρ.)
rovinoso (επίθ.)
rovistare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rovistio (ουσ αρσ )
rovo (ουσ αρσ )
rozza (θηλ.ουσ)
rozzamente (επίρ.)
rozzezza (θηλ.ουσ)
rozzo (επίθ.)
rozzume (ουσ αρσ )
rubacchiare (ρ. μτβ.)
rubacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rubacuori (ουσ αρσ )
rubacuori (θηλ.ουσ)
rubacuori (επίθ.)
rubare (ρ. μτβ.)
rubarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---