Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrovinìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [roviˈnio] 1 συντριβή 2 ξολοθρεμός 3 ξερίζωμα 4 σφαγιασμός 5 όλεθρος 6 χαντάκωμα 7 χαμός 8 καταποντισμός 9 καταστροφή 10 αφανισμός 11 καταπόντιση 12 ξεριζωμός 13 ξεκλήρισμα 14 ξεθεμέλιωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |