Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ròzza, rózza
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔttsa], [ˈroddza]

παλιάλογο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rovo rozzamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rovinosamente (επίρ.)
rovinoso (επίθ.)
rovistare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rovistio (ουσ αρσ )
rovo (ουσ αρσ )
rozza (θηλ.ουσ)
rozzamente (επίρ.)
rozzezza (θηλ.ουσ)
rozzo (επίθ.)
rozzume (ουσ αρσ )
rubacchiare (ρ. μτβ.)
rubacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rubacuori (ουσ αρσ )
rubacuori (θηλ.ουσ)
rubacuori (επίθ.)
rubare (ρ. μτβ.)
rubarsi (ρ.μ. (αντων.))
rubato (αρσ. επίθ και ουσ)
rubefacente (ουσ αρσ )
rubefacente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---