Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rubefacènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rubefaˈʧɛnte]

υλικό κοκκινίσματος δέρματος

rubefacènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rubefaˈʧɛnte]

προξενών κοκκινίλα (σε δέρμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rubato rubefazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rubacuori (θηλ.ουσ)
rubacuori (επίθ.)
rubare (ρ. μτβ.)
rubarsi (ρ.μ. (αντων.))
rubato (αρσ. επίθ και ουσ)
rubefacente (ουσ αρσ )
rubefacente (επίθ.)
rubefazione (θηλ.ουσ)
rubellite (θηλ.ουσ)
ruberia (θηλ.ουσ)
rubicondo (επίθ.)
rubidio (ουσ αρσ )
rubinetteria (θηλ.ουσ)
rubinetto (ουσ αρσ )
rubino (ουσ αρσ )
rubizzo (επίθ.)
rublo (ουσ αρσ )
rubrica (θηλ.ουσ)
rubricare (ρ. μτβ.)
rubricatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---