Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrubefacènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rubefaˈʧɛnte] υλικό κοκκινίσματος δέρματος rubefacènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rubefaˈʧɛnte] προξενών κοκκινίλα (σε δέρμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |