Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rubefazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rubefatˈtsjone]

1 ερεθισμός δέρματος
2 κοκκινίλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rubefacente rubellite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rubare (ρ. μτβ.)
rubarsi (ρ.μ. (αντων.))
rubato (αρσ. επίθ και ουσ)
rubefacente (ουσ αρσ )
rubefacente (επίθ.)
rubefazione (θηλ.ουσ)
rubellite (θηλ.ουσ)
ruberia (θηλ.ουσ)
rubicondo (επίθ.)
rubidio (ουσ αρσ )
rubinetteria (θηλ.ουσ)
rubinetto (ουσ αρσ )
rubino (ουσ αρσ )
rubizzo (επίθ.)
rublo (ουσ αρσ )
rubrica (θηλ.ουσ)
rubricare (ρ. μτβ.)
rubricatore (ουσ αρσ )
rubricazione (θηλ.ουσ)
rubricista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---