Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rubricatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rubrikaˈtore]

τυπογράφος που φτιάχνει ρουμπρίκες (επικεφαλίδες με κόκκινους χαρακτήρες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rubricare rubricazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rubino (ουσ αρσ )
rubizzo (επίθ.)
rublo (ουσ αρσ )
rubrica (θηλ.ουσ)
rubricare (ρ. μτβ.)
rubricatore (ουσ αρσ )
rubricazione (θηλ.ουσ)
rubricista (ουσ αρσ και θηλ.)
ruchetta (θηλ.ουσ)
rucola (θηλ.ουσ)
rude (επίθ.)
rudemente (επίρ.)
ruderale (επίθ.)
rudere (ουσ αρσ )
rudezza (θηλ.ουσ)
rudimentale (επίθ.)
rudimento (ουσ αρσ )
ruffa (θηλ.ουσ)
ruffiana (θηλ.ουσ)
ruffianata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---