Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rùde  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrude]

1 τραχύς
2 χοντροκομμένος
3 πρόστυχος
4 απολίτιστος
5 χυδαίος
6 αγροίκος
7 άξεστος
8 ακατέργαστος
9 αγενής
10 σκαιός
11 βάναυσος
12 απότομος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rucola rudemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rubricatore (ουσ αρσ )
rubricazione (θηλ.ουσ)
rubricista (ουσ αρσ και θηλ.)
ruchetta (θηλ.ουσ)
rucola (θηλ.ουσ)
rude (επίθ.)
rudemente (επίρ.)
ruderale (επίθ.)
rudere (ουσ αρσ )
rudezza (θηλ.ουσ)
rudimentale (επίθ.)
rudimento (ουσ αρσ )
ruffa (θηλ.ουσ)
ruffiana (θηλ.ουσ)
ruffianata (θηλ.ουσ)
ruffianeggiare (ρ.αμτβ.)
ruffianeria (θηλ.ουσ)
ruffianesco (επίθ.)
ruffiano (αρσ. επίθ και ουσ)
ruga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---