ItalianoGreco


ruffianerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ruffjaneˈria]

1 μαύλισμα
2 προαγωγεία
3 προαγωγή στη πορνεία
4 εκπόρνευση
5 μαστροπεία
6 ρουφιανιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---