Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrùglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈruʎʎo] 1 βροντή 2 μπουμπουνητό 3 γρύλισμα 4 μούγκρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |