Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rùllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrullo]

1 κουβαρίστρα
2 τύμπανο γραφομηχανής
3 κύλινδρος
4 ήχος τυμπάνων
5 έλαστρο
6 μασούρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rullio rum  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rullare (ρ. μτβ.)
rullata (θηλ.ουσ)
rullatura (θηλ.ουσ)
rullino (ουσ αρσ )
rullio (ουσ αρσ )
rullo (ουσ αρσ )
rum (ουσ αρσ )
rumba (θηλ.ουσ)
rumeno (ουσ αρσ )
rumeno (επίθ.)
ruminante (αρσ. επίθ και ουσ)
ruminare (ρ. μτβ.)
ruminazione (θηλ.ουσ)
rumine (ουσ αρσ )
rumore (ουσ αρσ )
rumoreggiante (επίθ.)
rumoreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rumorio (ουσ αρσ )
rumorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rumorosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---