ItalianoGreco


rùllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrullo]

1 κουβαρίστρα
2 τύμπανο γραφομηχανής
3 κύλινδρος
4 ήχος τυμπάνων
5 έλαστρο
6 μασούρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---