rumorìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rumoˈrio]
1 ταραχή
2 σούσουρο
3 σαματάς
4 ψόφος
5 χλαπαταγή
6 φασαρία
7 ντόρος
8 βρόντος υπόκωφος
9 θόρυβος
10 σάλαγος
11 πάταγος
12 πανδαιμόνιο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [rumoˈrio]
1 ταραχή
2 σούσουρο
3 σαματάς
4 ψόφος
5 χλαπαταγή
6 φασαρία
7 ντόρος
8 βρόντος υπόκωφος
9 θόρυβος
10 σάλαγος
11 πάταγος
12 πανδαιμόνιο
permalink
rumorio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android