Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrùna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈruna] 1 ποίημα 2 τραγούδι 3 γράμμα ρουνικού αλφαβήτου 4 παλιό Νορβηγικό τραγούδι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |