Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rumorosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rumorosiˈta]

1 κοσμοχαλασιά
2 βόμβος
3 νταβαντούρι
4 κρότος
5 βαβούρα
6 βοή
7 θόρυβος
8 αντάρα
9 ανακατωσούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rumorosamente rumoroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rumoreggiante (επίθ.)
rumoreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rumorio (ουσ αρσ )
rumorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rumorosamente (επίρ.)
rumorosità (θηλ.ουσ)
rumoroso (επίθ.)
runa (θηλ.ουσ)
runico (επίθ.)
ruolo (ουσ αρσ )
ruota (θηλ.ουσ)
rupe (θηλ.ουσ)
rupestre (επίθ.)
rupia (θηλ.ουσ)
rupicolo (επίθ.)
rurale (ουσ αρσ )
rurale (επίθ.)
ruscelletto (ουσ αρσ )
ruscello (ουσ αρσ )
rusco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---