Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rùpe  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrupe]

1 απόκρημνος βράχος
2 κατσάβραχο
3 απότομη πλευρά βράχου ή πάγου
4 βράχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ruota rupestre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rumoroso (επίθ.)
runa (θηλ.ουσ)
runico (επίθ.)
ruolo (ουσ αρσ )
ruota (θηλ.ουσ)
rupe (θηλ.ουσ)
rupestre (επίθ.)
rupia (θηλ.ουσ)
rupicolo (επίθ.)
rurale (ουσ αρσ )
rurale (επίθ.)
ruscelletto (ουσ αρσ )
ruscello (ουσ αρσ )
rusco (ουσ αρσ )
ruspa (θηλ.ουσ)
ruspante (αρσ. επίθ και ουσ)
ruspare (ρ.αμτβ.)
ruspare (ρ. μτβ.)
russamento (ουσ αρσ )
russare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---