Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ruspàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rusˈpare]

ανασκαλεύω

ruspàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rusˈpare]

1 σκάβω με τα νύχια
2 περιμαζεύω
3 αποξέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ruspante russamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ruscelletto (ουσ αρσ )
ruscello (ουσ αρσ )
rusco (ουσ αρσ )
ruspa (θηλ.ουσ)
ruspante (αρσ. επίθ και ουσ)
ruspare (ρ.αμτβ.)
ruspare (ρ. μτβ.)
russamento (ουσ αρσ )
russare (ρ.αμτβ.)
Russia (θηλ.ουσ)
russificare (ρ. μτβ.)
russificazione (θηλ.ουσ)
russo (ουσ αρσ )
russo (επίθ.)
russofilia (θηλ.ουσ)
russofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
russofobia (θηλ.ουσ)
russofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
rusticaggine (θηλ.ουσ)
rusticale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---