Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrusticàggine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rustiˈkadʤine] 1 απλοὶκότητα 2 αγροτική ζωή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |