ItalianoGreco


rùstico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrustiko]

1 καραγιαπί
2 οικοδομή
3 γιαπί
4 αγροικία
5 σκελετός κτιρίου

rùstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrustiko]

χωριάτικος (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---