Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rùsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrusso]

1 (persona) ο Ρώσος, ο Ρούσος, η Ρωσίδα
2 (lingua) τα ρωσικά

rùsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrusso]

ρωσικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  russificazione russofilia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


montagne [θηλ. πλυθ.] russe = τα ρωσικά βουνά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

russamento (ουσ αρσ )
russare (ρ.αμτβ.)
Russia (θηλ.ουσ)
russificare (ρ. μτβ.)
russificazione (θηλ.ουσ)
russo (ουσ αρσ )
russo (επίθ.)
russofilia (θηλ.ουσ)
russofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
russofobia (θηλ.ουσ)
russofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
rusticaggine (θηλ.ουσ)
rusticale (επίθ.)
rusticamente (επίρ.)
rusticano (επίθ.)
rustichezza (θηλ.ουσ)
rusticità (θηλ.ουσ)
rustico (ουσ αρσ )
rustico (επίθ.)
ruta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---