Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Rùssia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrussja]

η Ρωσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  russare russificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ruspante (αρσ. επίθ και ουσ)
ruspare (ρ.αμτβ.)
ruspare (ρ. μτβ.)
russamento (ουσ αρσ )
russare (ρ.αμτβ.)
Russia (θηλ.ουσ)
russificare (ρ. μτβ.)
russificazione (θηλ.ουσ)
russo (ουσ αρσ )
russo (επίθ.)
russofilia (θηλ.ουσ)
russofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
russofobia (θηλ.ουσ)
russofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
rusticaggine (θηλ.ουσ)
rusticale (επίθ.)
rusticamente (επίρ.)
rusticano (επίθ.)
rustichezza (θηλ.ουσ)
rusticità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---