Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόruòta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈrwɔta] η ρόδα, ο τροχός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααυτοκίνητο ruota [θηλ.] di scorta = auto η ρεζέρβα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |