Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόruràle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ruˈrale] Χωριάτης ruràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ruˈrale] 1 χωριάτικος 2 γεωργικός 3 αγροτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |