Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrumóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ruˈmore] η φασαρία, ο θόρυβος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαrumore [αρσ.] di passi = τα πατήματα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |