Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ruminànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rumiˈnante]

Μηρυκαστικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rumeno ruminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rullo (ουσ αρσ )
rum (ουσ αρσ )
rumba (θηλ.ουσ)
rumeno (ουσ αρσ )
rumeno (επίθ.)
ruminante (αρσ. επίθ και ουσ)
ruminare (ρ. μτβ.)
ruminazione (θηλ.ουσ)
rumine (ουσ αρσ )
rumore (ουσ αρσ )
rumoreggiante (επίθ.)
rumoreggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rumorio (ουσ αρσ )
rumorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rumorosamente (επίρ.)
rumorosità (θηλ.ουσ)
rumoroso (επίθ.)
runa (θηλ.ουσ)
runico (επίθ.)
ruolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---