Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrullìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rulˈlio] 1 πλευρικό κούνημα 2 τροχοδρόμηση αεροσκάφους 3 κύλισμα 4 ήχος τυμπάνων 5 κούνημα πλοίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |