Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rullàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rulˈlare]

1 τροχοδρομώ (για αεροσκάφος)
2 αντηχώ βαριά και παρατεταμένα (για τούμπανα)
3 κουνιέμαι σε τρικυμία (για πλοίο)

rullàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rulˈlare]

ισοπεδώνω (δρόμο κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rullaggio rullata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rugliare (ρ.αμτβ.)
ruglio (ουσ αρσ )
rugosità (θηλ.ουσ)
rugoso (αρσ. επίθ και ουσ)
rullaggio (ουσ αρσ )
rullare (ρ.αμτβ.)
rullare (ρ. μτβ.)
rullata (θηλ.ουσ)
rullatura (θηλ.ουσ)
rullino (ουσ αρσ )
rullio (ουσ αρσ )
rullo (ουσ αρσ )
rum (ουσ αρσ )
rumba (θηλ.ουσ)
rumeno (ουσ αρσ )
rumeno (επίθ.)
ruminante (αρσ. επίθ και ουσ)
ruminare (ρ. μτβ.)
ruminazione (θηλ.ουσ)
rumine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---