Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrudiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rudiˈmento] 1 ατροφικό όργανο 2 όργανο τώρα αναπτυσσόμενο 3 υποτυπώδες (εμβρυὶκό) όργανο 4 ακρογωνιαίος λίθος 5 αρχή 6 πρώτο βήμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |