Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόruderàle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rudeˈrale] 1 φυόμενος σε χέρσα χωράφια 2 χαλικόβιος (για φυτό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |