Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόruffiàna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rufˈfjana] 1 τσατσά 2 μαντάμ οίκου ανοχής 3 ρουφιάνα 4 προαγωγός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |