Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rubìzzo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ruˈbittso], [ruˈbiddzo]

1 ακμαίος
2 καλοστεκούμενος
3 θαλερός
4 κοτσονάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rubino rublo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rubicondo (επίθ.)
rubidio (ουσ αρσ )
rubinetteria (θηλ.ουσ)
rubinetto (ουσ αρσ )
rubino (ουσ αρσ )
rubizzo (επίθ.)
rublo (ουσ αρσ )
rubrica (θηλ.ουσ)
rubricare (ρ. μτβ.)
rubricatore (ουσ αρσ )
rubricazione (θηλ.ουσ)
rubricista (ουσ αρσ και θηλ.)
ruchetta (θηλ.ουσ)
rucola (θηλ.ουσ)
rude (επίθ.)
rudemente (επίρ.)
ruderale (επίθ.)
rudere (ουσ αρσ )
rudezza (θηλ.ουσ)
rudimentale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---