Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrubrìca, rùbrica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ruˈbrika], [ˈrubrika] 1 (di giornale) η στήλη εφημερίδας 2 (agendina) η ατζέντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |