Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rubàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ruˈbare]

κλέβω

rubarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ruˈbarsi]

1 συναγωνίζομαι
2 διαγωνίζομαι
3 ανταγωνίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rubacuori rubato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rubacchiare (ρ. μτβ.)
rubacchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rubacuori (ουσ αρσ )
rubacuori (θηλ.ουσ)
rubacuori (επίθ.)
rubare (ρ. μτβ.)
rubarsi (ρ.μ. (αντων.))
rubato (αρσ. επίθ και ουσ)
rubefacente (ουσ αρσ )
rubefacente (επίθ.)
rubefazione (θηλ.ουσ)
rubellite (θηλ.ουσ)
ruberia (θηλ.ουσ)
rubicondo (επίθ.)
rubidio (ουσ αρσ )
rubinetteria (θηλ.ουσ)
rubinetto (ουσ αρσ )
rubino (ουσ αρσ )
rubizzo (επίθ.)
rublo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---