Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rovesciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roveʃʃaˈmento]

1 αναστροφή
2 μπατάρισμα
3 τουμπάρισμα
4 ανατροπή
5 αναποδογύρισμα
6 ανασκέλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rovesciabile rovesciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rovente (επίθ.)
rovere (ουσ αρσ )
rovereto (ουσ αρσ )
rovescia (θηλ.ουσ)
rovesciabile (επίθ.)
rovesciamento (ουσ αρσ )
rovesciare (ρ. μτβ.)
rovesciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rovesciata (θηλ.ουσ)
rovesciato (αρσ. επίθ και ουσ)
rovescio (ουσ αρσ )
rovescio (επίθ.)
rovescione (ουσ αρσ )
rovescione (επίρ.)
rovescioni (επίρ.)
roveto (ουσ αρσ )
rovina (θηλ.ουσ)
rovinare (ρ. μτβ.)
rovinarsi (ρ.μ. (αντων.))
rovinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---