Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόroulottìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rulotˈtista] 1 ταξιδευτής με τροχόσπιτο 2 ταξιδευτής καραβανιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |