Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrotóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [roˈtore] 1 σύστημα περιστροφής ελίκων 2 στροφέας 3 περιστροφικό τμήμα μηχανής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |