Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ròsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔsta]

ημικυκλικός φεγγίτης σχήματος βεντάλιας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rossore rosticceria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rossiniano (ουσ αρσ )
rossiniano (επίθ.)
rosso (ουσ αρσ )
rosso (επίθ.)
rossore (ουσ αρσ )
rosta (θηλ.ουσ)
rosticceria (θηλ.ουσ)
rosticciere (ουσ αρσ )
rosticcio (ουσ αρσ )
rostrale (επίθ.)
rostrato (επίθ.)
rostro (ουσ αρσ )
rosume (ουσ αρσ )
rotabile (θηλ.ουσ)
rotabile (επίθ.)
rotacismo (ουσ αρσ )
rotacizzare (ρ. μτβ.)
rotaia (θηλ.ουσ)
rotante (αρσ. επίθ και ουσ)
rotare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---