Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rotàbile  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [roˈtabile]

αμαξιτός δρόμος

rotàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [roˈtabile]

1 κατάλληλος για τροχοφόρα οχήματα
2 τροχαίος
3 αμαξωτός
4 αμαξιτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rosume rotacismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosticcio (ουσ αρσ )
rostrale (επίθ.)
rostrato (επίθ.)
rostro (ουσ αρσ )
rosume (ουσ αρσ )
rotabile (θηλ.ουσ)
rotabile (επίθ.)
rotacismo (ουσ αρσ )
rotacizzare (ρ. μτβ.)
rotaia (θηλ.ουσ)
rotante (αρσ. επίθ και ουσ)
rotare (ρ.αμτβ.)
rotare (ρ. μτβ.)
rotariano (αρσ. επίθ και ουσ)
rotativa (θηλ.ουσ)
rotativista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotativo (επίθ.)
rotato (επίθ.)
rotatorio (επίθ.)
rotazionale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---