Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόròstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔstro] 1 ράμφος 2 οξύ τμήμα πλώρης 3 εξέδρα πλώρης πολεμικού πλοίου 4 έμβολο αρχαίου ρωμαὶκού πλοίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |