Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ròstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔstro]

1 ράμφος
2 οξύ τμήμα πλώρης
3 εξέδρα πλώρης πολεμικού πλοίου
4 έμβολο αρχαίου ρωμαὶκού πλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rostrato rosume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosticceria (θηλ.ουσ)
rosticciere (ουσ αρσ )
rosticcio (ουσ αρσ )
rostrale (επίθ.)
rostrato (επίθ.)
rostro (ουσ αρσ )
rosume (ουσ αρσ )
rotabile (θηλ.ουσ)
rotabile (επίθ.)
rotacismo (ουσ αρσ )
rotacizzare (ρ. μτβ.)
rotaia (θηλ.ουσ)
rotante (αρσ. επίθ και ουσ)
rotare (ρ.αμτβ.)
rotare (ρ. μτβ.)
rotariano (αρσ. επίθ και ουσ)
rotativa (θηλ.ουσ)
rotativista (ουσ αρσ και θηλ.)
rotativo (επίθ.)
rotato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---