Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rósso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrosso]

το κόκκινο

rósso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrosso]

κόκκινος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rossiniano rossore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pesce [αρσ.] rosso = το χρυσόψαρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rossezza (θηλ.ουσ)
rossiccio (ουσ αρσ )
rossiccio (επίθ.)
rossiniano (ουσ αρσ )
rossiniano (επίθ.)
rosso (ουσ αρσ )
rosso (επίθ.)
rossore (ουσ αρσ )
rosta (θηλ.ουσ)
rosticceria (θηλ.ουσ)
rosticciere (ουσ αρσ )
rosticcio (ουσ αρσ )
rostrale (επίθ.)
rostrato (επίθ.)
rostro (ουσ αρσ )
rosume (ουσ αρσ )
rotabile (θηλ.ουσ)
rotabile (επίθ.)
rotacismo (ουσ αρσ )
rotacizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---