Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrossiniàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rossiˈnjano] οπαδός ή μιμητής του μουσικού Gioacchino Rossini rossiniàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rossiˈnjano] ο του μουσικού Gioacchino Rossini 1792-1868 permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |