Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

posatóio (ουσ αρσ ) possedére (ρ. μτβ.)
posatóre (ουσ αρσ ) possediménto (ουσ αρσ )
posatrice (θηλ.ουσ) possènte (επίθ.)
posatùra (θηλ.ουσ) possessivamente (επίρ.)
poscrìtto (ουσ αρσ ) possessìvo (ουσ αρσ )
posdomàni (επίρ.) possessìvo (επίθ.)
positìva (θηλ.ουσ) possèsso (ουσ αρσ )
positivaménte (επίρ.) possessóre (αρσ. επίθ και ουσ)
positivìsmo (ουσ αρσ ) possessòrio (επίθ.)
positivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) possìbile (ουσ αρσ )
positivìstico (επίθ.) possìbile (επίθ.)
positività (θηλ.ουσ) possibilìsmo (ουσ αρσ )
positìvo (ουσ αρσ ) possibilìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
positìvo (επίθ.) possibilìstico (επίθ.)
positróne (ουσ αρσ ) possibilità (θηλ.ουσ)
positùra (θηλ.ουσ) possibilménte (επίρ.)
posizionàle (επίθ.) possidènte (ουσ αρσ και θηλ.)
posizionàre (ρ. μτβ.) pósta (θηλ.ουσ)
posizióne (θηλ.ουσ) postagìro (ουσ αρσ )
poslùdio (ουσ αρσ ) postàle (επίθ.)
posologìa (θηλ.ουσ) postàre (ρ. μτβ.)
pospórre (ρ. μτβ.) postarsi (ρ.μ. (αντων.))
pospositìvo (επίθ.) postazióne (θηλ.ουσ)
posposizióne (θηλ.ουσ) postbèllico (επίθ.)
possa (θηλ.ουσ) postbruciatóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: