Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perpetràre (ρ. μτβ.) perseguiménto (ουσ αρσ )
perpetratóre (αρσ. επίθ και ουσ) perseguìre (ρ. μτβ.)
perpetrazióne (θηλ.ουσ) perseguitàre (ρ. μτβ.)
perpètua (θηλ.ουσ) perseguitàto (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetuaménte (επίρ.) Pèrseo, Persèo (κύρ.όν. αρσ.)
perpetuàre (ρ. μτβ.) perseverànte (επίθ.)
perpetuarsi (ρ.μ. (αντων.)) perseverànza (θηλ.ουσ)
perpetuatóre (αρσ. επίθ και ουσ) perseveràre (ρ.αμτβ.)
perpetuazióne (θηλ.ουσ) pèrsia (θηλ.ουσ)
perpetuità (θηλ.ουσ) persiàna (θηλ.ουσ)
perpètuo (επίθ.) persiàno (ουσ αρσ )
perplessità (θηλ.ουσ) persiàno (επίθ.)
perplèsso (επίθ.) pèrsico (επίθ.)
perquisìre (ρ. μτβ.) persìno (επίρ.)
perquisizióne (θηλ.ουσ) persistènte (επίθ.)
perscrutàbile (επίθ.) persistènza (θηλ.ουσ)
perscrutàre (ρ. μτβ.) persìstere (ρ.αμτβ.)
persecutóre (ουσ αρσ ) pèrso (επίθ.)
persecutóre (επίθ.) persóna (θηλ.ουσ)
persecutòrio (επίθ.) personàggio (ουσ αρσ )
persecutrice (θηλ.ουσ) personàle (ουσ αρσ )
persecuzióne (θηλ.ουσ) personàle (θηλ.ουσ)
Persèfone (κύρ.όν. θηλ.) personàle (επίθ.)
perseguènte (επίθ.) personalìsmo (ουσ αρσ )
perseguìbile (επίθ.) personalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: