Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mineràle (θηλ.ουσ) mìnibus, minibùs (ουσ αρσ )
mineràle (επίθ.) minicompùter (ουσ αρσ )
mineralìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) minièra (θηλ.ουσ)
mineralizzàre (ρ. μτβ.) minigòlf (ουσ αρσ )
mineralizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) minigònna, minigónna (θηλ.ουσ)
mineralizzazióne (θηλ.ουσ) mìnima (θηλ.ουσ)
mineralogìa (θηλ.ουσ) minimàle (αρσ. επίθ και ουσ)
mineralògico (επίθ.) minimalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mineralogìsta (ουσ αρσ και θηλ.) minimaménte (επίρ.)
mineràrio (επίθ.) minimàssimo, mìni–màssimo (ουσ αρσ )
minèrva (θηλ.ουσ) minimizzàre (ρ. μτβ.)
minèstra (θηλ.ουσ) mìnimo (ουσ αρσ )
minestrìna (θηλ.ουσ) mìnimo (επίθ.)
minestróne (ουσ αρσ ) mìnio (ουσ αρσ )
mìngere (ρ.αμτβ.) minisottomarìno (ουσ αρσ )
mingherlìno (επίθ.) ministeriàle (επίθ.)
mìni (θηλ.ουσ) ministèro (ουσ αρσ )
mìni (επίθ.) minìstro (ουσ αρσ )
miniappartaménto (ουσ αρσ ) minòico (επίθ.)
miniàre (ρ. μτβ.) minorànza (θηλ.ουσ)
miniatóre (ουσ αρσ ) minoràre (ρ. μτβ.)
miniatùra (θηλ. επίθ και ουσ) minoràsco (ουσ αρσ )
miniaturìsta (ουσ αρσ και θηλ.) minoràto (ουσ αρσ )
miniaturizzàre (ρ. μτβ.) minoràto (επίθ.)
miniaturizzazióne (θηλ.ουσ) minorazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: