Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mineralizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mineralidˈdzare]

1 πετρώνω
2 απολιθώνω
3 ορυκτοποιώ

mineralizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mineralidˈdzarsi]

απολιθώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mineralista mineralizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minchioneria (θηλ.ουσ)
minerale (ουσ αρσ )
minerale (θηλ.ουσ)
minerale (επίθ.)
mineralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mineralizzare (ρ. μτβ.)
mineralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mineralizzazione (θηλ.ουσ)
mineralogia (θηλ.ουσ)
mineralogico (επίθ.)
mineralogista (ουσ αρσ και θηλ.)
minerario (επίθ.)
minerva (θηλ.ουσ)
minestra (θηλ.ουσ)
minestrina (θηλ.ουσ)
minestrone (ουσ αρσ )
mingere (ρ.αμτβ.)
mingherlino (επίθ.)
mini (θηλ.ουσ)
mini (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---