Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìni  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmini]

μίνι φούστα

mìni  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmini]

σχετικός με το μίνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mingherlino miniappartamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minestra (θηλ.ουσ)
minestrina (θηλ.ουσ)
minestrone (ουσ αρσ )
mingere (ρ.αμτβ.)
mingherlino (επίθ.)
mini (θηλ.ουσ)
mini (επίθ.)
miniappartamento (ουσ αρσ )
miniare (ρ. μτβ.)
miniatore (ουσ αρσ )
miniatura (θηλ. επίθ και ουσ)
miniaturista (ουσ αρσ και θηλ.)
miniaturizzare (ρ. μτβ.)
miniaturizzazione (θηλ.ουσ)
minibus (ουσ αρσ )
minicomputer (ουσ αρσ )
miniera (θηλ.ουσ)
minigolf (ουσ αρσ )
minigonna (θηλ.ουσ)
minima (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---